- ουγκιασμός
- οὐγκιασμός, ὁ (AM)η μέτρηση με την ουγγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐγκία + -ασμός, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ουγκιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐγκιασμός — uncia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμοί — οὐγκιασμός uncia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμοῦ — οὐγκιασμός uncia masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμούς — οὐγκιασμός uncia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμῷ — οὐγκιασμός uncia masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμόν — οὐγκιασμός uncia masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)